- υπορθριος
- ὑπόρθριοςὑπ-όρθριος3предрассветный, ранний, утренний
(χελιδόνος φωναί Anacr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(χελιδόνος φωναί Anacr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υπόρθριος — ία, ον, Α (ποιητ. τ.) πρωινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὄρθριος «πρωινός» (< ὄρθρος)] … Dictionary of Greek
ὑπορθρίων — ὑπόρθριος towards morning fem gen pl ὑπόρθριος towards morning masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπορθρίαισι — ὑπόρθριος towards morning fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)